ακιντές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ακιντές | οι | ακιντέδες |
γενική | του | ακιντέ | των | ακιντέδων |
αιτιατική | τον | ακιντέ | τους | ακιντέδες |
κλητική | ακιντέ | ακιντέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακιντές αρσενικό
- η καραμέλα