ακομμάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακομμάτιστος < α στερητικό + κομματίζ(ομαι) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακομμάτιστος
- που δεν ανήκει σε κόμμα ή που η συμπεριφορά του πάντως δεν επηρεάζεται διόλου από τις τυχόν δικές του κομματικές πεποιθήσεις, που οι ενέργειές του δεν υπαγορεύονται από τις προσωπικές του πολιτικές απόψεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακομμάτιστος