ακριβοπουλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακριβοπουλώ < ακριβο- + πουλώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾi.vo.puˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρι‐βο‐που‐λώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ακριβοπουλώ, αόρ.: ακριβοπούλησα, παθ.φωνή: ακριβοπουλιέμαι, π.αόρ.: ακριβοπουλήθηκα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]