ακριτομυθία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακριτομυθία < μεσαιωνική ελληνική ἀκριτομυθία < αρχαία ελληνική ἀκριτόμυθος < ἄκριτος + μῦθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακριτομυθία θηλυκό (λόγιο)
- η ασυνάρτητη φλυαρία, ο άκριτος λόγος
- η απερίσκεπτη ομιλία
- η ανακοίνωση κάποιου μυστικού από απερισκεψία
- η αθυροστομία, η αθυρογλωσσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριτομυθία