ακροθάλασσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροθάλασσα θηλυκό
- η ακροθαλασσιά και αντιστροφως, το τέλος της θάλασσας προς τη στεριά, η άκρια της θάλασσας
- K' η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα
- στην Άσπρη θάλασσα, και ζη στην αγκαλιά της μάννας,
- ευγενικώτερη απ' αυτή και σάμπως πιο γαλάζια
- (Παλαμάς, Η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροθάλασσα
|