ακροθιγώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀκροθιγῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακροθιγώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροθιγῶς[1] < ἀκροθιγής < αρχαία ελληνική ἄκρος + θίγω + θιγγάνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾo.θiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐θι‐γώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακροθιγώς (τροπικό)

  1. χωρίς εμβάθυνση ή ακρίβεια, χωρίς ανάλυση ή λεπτομέρειες
  2. με τρόπο γενικό ή επιπόλαιο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ακρο- και θίγω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]