ακροτελεύτιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροτελεύτιος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀκροτελεύτιον
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακροτελεύτιος, -α , -ο
- που βρίσκεται στο άκρο, ο τελευταίος, ο τελικός
- το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος είναι το υπ' αριθμόν 120 κατά το οποίο η τήρηση του Καταστατικού Χάρτη επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων
- ο τελευταίος που απομένει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροτελεύτιος
|