ακτιβιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτιβιστής οι ακτιβιστές
      γενική του ακτιβιστή των ακτιβιστών
    αιτιατική τον ακτιβιστή τους ακτιβιστές
     κλητική ακτιβιστή ακτιβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτιβιστής < απόδοση της γαλλικής λέξης activiste

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακτιβιστής αρσενικό ακτιβίστρια το θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]