ακτινομυκίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτινομυκίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική actinomycin, ακτινο- + μυκ- (μύκητας) + -ίνη [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτινομυκίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, ιατρική) πεπτιδικό αντιβιοτικό που απομονώθηκε το 1940 και που το όνομά του φέρουν πολλά είδη ομοίων αντιβιοτικών με τη γενική ονομασία ακτινομυκίνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτινομυκίνη
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατά τα -μυκίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ακτινο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)