ακυρολεξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀκυρολεξία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακυρολεξία οι ακυρολεξίες
      γενική της ακυρολεξίας των ακυρολεξιών
    αιτιατική την ακυρολεξία τις ακυρολεξίες
     κλητική ακυρολεξία ακυρολεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακυρολεξία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυρολεξία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε < άκυρ(ος) + -ο- + -λεξία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακυρολεξία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)