ακύμαντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀκύμαντος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακύμαντος η ακύμαντη το ακύμαντο
      γενική του ακύμαντου της ακύμαντης του ακύμαντου
    αιτιατική τον ακύμαντο την ακύμαντη το ακύμαντο
     κλητική ακύμαντε ακύμαντη ακύμαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακύμαντοι οι ακύμαντες τα ακύμαντα
      γενική των ακύμαντων των ακύμαντων των ακύμαντων
    αιτιατική τους ακύμαντους τις ακύμαντες τα ακύμαντα
     κλητική ακύμαντοι ακύμαντες ακύμαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακύμαντος < ελληνιστική κοινή ἀκύμαντος (2) < αρχαία ελληνική ἀκύμαντος < κῦμα

Επίθετο[επεξεργασία]

ακύμαντος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν εμφανίζει κύματα
    ακύμαντη θάλασσα
  2. (μεταφορικά) ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος
    ακύμαντη συζυγική ζωή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]