ακύρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακύρωση οι ακυρώσεις
      γενική της ακύρωσης* των ακυρώσεων
    αιτιατική την ακύρωση τις ακυρώσεις
     κλητική ακύρωση ακυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακύρωση < αρχαία ελληνική ἀκύρωσις < ἀκυρῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈci.ɾo.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακύρωση θηλυκό

  1. η ματαίωση μιας προγραμματισμένης ενέργειας
    η ακύρωση μιας πτήσης
  2. η ενέργεια που καθιστά άκυρο ένα έγγραφο, έτσι ώστε να μην έχει πια ισχύ
    η ακύρωση της πιστωτικής κάρτας είναι απαραίτητη μετά από απώλειά της
  3. η θεώρηση ενός εισιτηρίου ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δεύτερη φορά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]