αλέστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλέστα < αλέθω

Επίρρημα[επεξεργασία]

αλέστα

  1. γρήγορα
  2. Σε ετοιμότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]