αλαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλαλιάζω < άλαλ(ος) + -ιάζω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.laˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐λιά‐ζω
παρώνυμο: αλαλάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αλαλιάζω, πρτ.: αλάλιαζα, αόρ.: αλάλιασα, παθ.φωνή: αλαλιάζομαι, μτχ.π.π.: αλαλιασμένος [2]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αλαλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Και με παθητικό τύπο - αλαλιάζωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας