αλαργοτάξιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλαργοτάξιδος, -η, -ο
- που ταξιδεύει σε μακρινούς τόπους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαργοτάξιδος
|