αλεγκρέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεγκρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική allegretto
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλεγκρέτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεγκρέτο