αλεγράρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεγράρω < ιταλική allegrare < allegro < λατινική alacer < alo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *al- (αυξάνω, τρέφω)
Ρήμα[επεξεργασία]
αλεγράρω