αλεπουδίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλεπουδίσιος | η | αλεπουδίσια | το | αλεπουδίσιο |
γενική | του | αλεπουδίσιου | της | αλεπουδίσιας | του | αλεπουδίσιου |
αιτιατική | τον | αλεπουδίσιο | την | αλεπουδίσια | το | αλεπουδίσιο |
κλητική | αλεπουδίσιε | αλεπουδίσια | αλεπουδίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλεπουδίσιοι | οι | αλεπουδίσιες | τα | αλεπουδίσια |
γενική | των | αλεπουδίσιων | των | αλεπουδίσιων | των | αλεπουδίσιων |
αιτιατική | τους | αλεπουδίσιους | τις | αλεπουδίσιες | τα | αλεπουδίσια |
κλητική | αλεπουδίσιοι | αλεπουδίσιες | αλεπουδίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεπουδίσιος < αλεπού
Επίθετο[επεξεργασία]
αλεπουδίσιος, -α, -ο
- που ανήκει ή αναφερεται στην αλεπού
- που μοιάζει με την αλεπού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)