αλευροπόλεμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευροπόλεμος οι αλευροπόλεμοι
      γενική του αλευροπόλεμου των αλευροπόλεμων
    αιτιατική τον αλευροπόλεμο τους αλευροπόλεμους
     κλητική αλευροπόλεμε αλευροπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευροπόλεμος < αλευρο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευροπόλεμος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]