αλευροπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευροπόλεμος αρσενικό
- (λαογραφία) έθιμο, όπου άτομα ή ομάδες πολεμούν εκτοξεύοντας αλεύρι, αλευρόσκονη
- → δείτε τη λέξη αλευρομουτζούρωμα (στο Γαλαξίδι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευροπόλεμος
|