αληθινότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αληθινότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική truthness • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αληθινότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα ή η κατάσταση του πραγματικού, του να είναι κάτι πραγματικό, αληθινό
- ↪ στο βιβλίο του Περί φύσεως και αληθινότητας, ο Ηρακλής Παπαϊωάννου εξετάζει το ερώτημα της φωτογραφικής πραγματικότητας, μέσα από την ανάλυση της μελέτης των φυτών του Karl Blossfeldt σε σχέση με τα σύγχρονα, μεταμοντέρνα ψευδο-φυτά του Joan Fontcuberta
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)