αλιζαρίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλιζαρίνη οι αλιζαρίνες
      γενική της αλιζαρίνης των αλιζαρινών
    αιτιατική την αλιζαρίνη τις αλιζαρίνες
     κλητική αλιζαρίνη αλιζαρίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλιζαρίνη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλιζαρίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική alizarine < alizari < καταλανική alitzari < αραβική العصارة (χυμός, εκχύλισμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλιζαρίνη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]