αλλαισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλαισθησία θηλυκό
- η δυσλειτουργική αντίληψη και πρόσληψη παραστάσεων μέσω των αισθήσεων, ιδίως της αφής, όταν κάποιος αντιλαμβάνεται κάτι σε άλλο σημείο απ' αυτό που έπρεπε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαισθησία