αλλαντίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλλαντίαση | οι | αλλαντιάσεις |
γενική | της | αλλαντίασης* | των | αλλαντιάσεων |
αιτιατική | την | αλλαντίαση | τις | αλλαντιάσεις |
κλητική | αλλαντίαση | αλλαντιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλλαντιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλαντίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική allantiasis < αρχαία ελληνική ἀλλᾶς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλαντίαση θηλυκό
- (ιατρική) δηλητηρίαση από κατανάλωση αλλαντικών που δεν έχουν συντηρηθεί σωστά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αλλαντικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαντίαση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)