αλληλένδετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλένδετος < (ελληνιστική κοινή) ἀλληλένδετος < αρχαία ελληνική ἀλλήλων + δετός
Επίθετο[επεξεργασία]
αλληλένδετος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλένδετος