αλληλοκατηγορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληλοκατηγορία θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) αμοιβαία κατηγορία, αντέγκληση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοκατηγορία