αλογατάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλογατάκι τα αλογατάκια
      γενική
    αιτιατική το αλογατάκι τα αλογατάκια
     κλητική αλογατάκι αλογατάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλογατάκι < αλόγατ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι, υποκοριστικό του άλογο (από τον ιδιόμορφο πληθυντικό αλόγατα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.lo.ɣaˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λο‐γα‐τά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλογατάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άλογο