αλσατικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αλσατικά | ||
γενική | των | αλσατικών | ||
αιτιατική | τα | αλσατικά | ||
κλητική | αλσατικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλσατικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) σύνολο διαλέκτων της γερμανικής γλώσσας που μιλιούνται στην περιοχή της Αλσατίας, στη Γαλλία. Μορφή των αλεμανικών διαλέκτων που μιλιούνται στα ανατολικά της οροσειράς των Vosges.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Alsatian dialect στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλσατικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αλσατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλσατικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)