αλτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική halte < γερμανική halten (σταματώ) < πρωτογερμανική *haldaną
Επιφώνημα[επεξεργασία]
αλτ!
αλτ!