αλ ντέντε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλ ντέντε
- (γαστρονομία) σημαίνει κάτι, συνήθως ζυμαρικά, που είναι ίσα ίσα βρασμένο ώστε να διατηρεί κάποια ελαφριά σκληρότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλ ντέντε
|