αμαγείρευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμαγείρευτος < α- στερητικό + μαγειρευτός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.maˈʝi.ɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μα‐γεί‐ρευ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμαγείρευτος, -η, -ο
- που δεν έχει μαγειρευτεί