αμαλγαμάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαλγαμάτωση οι αμαλγαματώσεις
      γενική της αμαλγαμάτωσης* των αμαλγαματώσεων
    αιτιατική την αμαλγαμάτωση τις αμαλγαματώσεις
     κλητική αμαλγαμάτωση αμαλγαματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμαλγαματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμαλγαμάτωση < αμάλγαμα + -ωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμαλγαμάτωση θηλυκό

  1. η παρασκευή αμαλγάματος
  2. η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επικάλυψης με αμάλγαμα
  3. (χημεία) η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επεξεργασίας ενός μεταλεύματος και της εξαγωγής (πολύτιμων) μετάλλων
  4. (μεταφορικά) η συγχώνευση, η ένωση, η ανάμιξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]