αμαξηλάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁμαξηλάτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμαξηλάτης οι αμαξηλάτες
      γενική του αμαξηλάτη των αμαξηλατών
    αιτιατική τον αμαξηλάτη τους αμαξηλάτες
     κλητική αμαξηλάτη αμαξηλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμαξηλάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁμαξηλάτης[1] < ἅμαξα + ἐλαύνω. Μορφολογικά αναλύεται σε άμαξ(α) + -ηλάτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ma.ksiˈla.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μα‐ξη‐λά‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμαξηλάτης αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]