αμβλύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμβλύνω < αρχαία ελληνική ἀμβλύνω < ἀμβλύς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɱˈvli.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐βλύ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

αμβλύνω (παθητική φωνή: αμβλύνομαι)

  1. κάνω κάτι να χάσει την αιχμηρότητά του
     συνώνυμα: στομώνω
     αντώνυμα: ακονίζω
  2. (μεταφορικά) μειώνω την ένταση σε διαφορές, καταστάσεις ή φαινόμενα
     συνώνυμα: απαλύνω, μετριάζω
     αντώνυμα: οξύνω
  3. (μεταφορικά) χειροτερεύω κάτι έτσι, ώστε αυτό να είναι λιγότερο λειτουργικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]