αμερίκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Am
  • Ατομικός αριθμός : 95
  • Προηγούμενο = Pu
  • Επόμενο = Cm

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το αμερίκιο
      γενική του αμερικίου
αμερίκιου
    αιτιατική το αμερίκιο
     κλητική αμερίκιο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμερίκιο < (άμεσο δάνειο) νεολατινική americium < αγγλική America + -ium < Amerigo Vespucci

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.meˈɾi.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρί‐κι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμερίκιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]