αμερόληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμερόληπτος, -η, -ο
- που δεν μεροληπτεί όταν πρόκειται να πάρει κάποια απόφαση που αφορά σε δύο αντιπάλους, διαδίκους κλπ
- οι δύο πλευρές αναζητούν έναν αμερόληπτο επιδιαιτητή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
δείτε και