αμινοβουτυρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμινοβουτυρικός η αμινοβουτυρική το αμινοβουτυρικό
      γενική του αμινοβουτυρικού της αμινοβουτυρικής του αμινοβουτυρικού
    αιτιατική τον αμινοβουτυρικό την αμινοβουτυρική το αμινοβουτυρικό
     κλητική αμινοβουτυρικέ αμινοβουτυρική αμινοβουτυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμινοβουτυρικοί οι αμινοβουτυρικές τα αμινοβουτυρικά
      γενική των αμινοβουτυρικών των αμινοβουτυρικών των αμινοβουτυρικών
    αιτιατική τους αμινοβουτυρικούς τις αμινοβουτυρικές τα αμινοβουτυρικά
     κλητική αμινοβουτυρικοί αμινοβουτυρικές αμινοβουτυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμινοβουτυρικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική aminobutyric < amino- (αμινο-) + butyric (βουτυρικός)

Επίθετο[επεξεργασία]

αμινοβουτυρικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]