αμινοβουτυρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμινοβουτυρικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική aminobutyric < amino- (αμινο-) + butyric (βουτυρικός)
Επίθετο[επεξεργασία]
αμινοβουτυρικός, -ή, -ό
- (χημεία) που σχετίζεται με ή αναφέρεται σε μία από τις πολλές ισομερείς μονοσθενείς ρίζες, στις οποίες ένα άτομο υδρογόνου αντικαθίσταται από μια ομάδα αμινών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμινοβουτυρικός