αμοιβαίο κεφάλαιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμοιβαίο κεφάλαιο < → δείτε τη λέξη  αμοιβαίος και κεφάλαιο

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αμοιβαίο κεφάλαιο ουδέτερο

  1. (οικονομία) πρόκειται όταν ένα ίδρυμα (ως επί το πλείστον τράπεζα), διαχειρίζεται πάντοτε διαφοροποιημένους τίτλους (π.χ. ομόλογα, μετοχές), εκτός και αν έχει στοχευμένη επένδυση το εν λόγω ίδρυμα σε κάποιον τίτλο. Το αμοιβαίο κεφάλαιο ουσιαστικά είναι αγορές φτηνές από κάποιον χρηματιστή ενός συνόλου διαφοροποιημένων κεφαλαίων και πουλώνται ακριβότερα στους υποψήφιους αγοραστές σε μερίδια, τα οποία θα είναι κι αυτά διαφοροποιημένα αναλογικά.
    Παράδειγμα α: αποφασίσαμε στο διοικητικό συμβούλιο να επενδύσουμε σε αμοιβαία κεφάλαια και διαφοροποιήσαμε το χαρτοφυλάκιό μας σε 1000 μετοχές και 300 ομόλογα, αναλογίας 10 προς 3 με τιμές 0.5€ και 1€ αντίστοιχα. Η εταιρεία Χι ΑΕ έρχεται σε μας και επενδύει, με την προσδοκία κέρδους, αγοράζοντας 133 μετοχές και 40 ομόλογα τηρώντας την ίδια αναλογία 10 προς 3 στις τιμές των 1.3€ και 1.9€ αντίστοιχα, βγάζοντας κάποιο κέρδος από τη μεριά μας
    Παράδειγμα β: [...] στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων, οφειλέτης μπορεί να είναι το κράτος ή δημόσιοι φορείς και οργανισμοί που τελούν υπό τον έλεγχό του, όπως π.χ. επιχειρήσεις κοινής οφέλειας, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Δανειστές μπορεί να είναι ξένες κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί [...] ή ιδιώτες (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια, οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων, φυσικά πρόσωπα κλπ.) [...] τα δάνεια από ιδιώτες λαμβάνουν συνήθως τη μορφή έκδοσης ομολόγων, δηλαδή χρεογράφων [...] και είναι μεταβιβάσιμοι τίτλοι [...] - Κότιος Άγγελος & Παυλίδης Γεώργιος (2012) Διεθνείς Οικονομικές Κρίσεις, Εκδόσεις Rosili, σελ. 44

Μεταφράσεις[επεξεργασία]