αμπελοφιλοσοφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπελοφιλοσοφώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αμπελοφιλοσοφώ

  • φιλοσοφώ πρόχειρα παίρνοντας αφορμή από γεγονότα ή καταστάσεις της καθημερινής ζωής

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]