αμπιγιέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπιγιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική habillé < habiller < habit < λατινική habitus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος habeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰabʰ-
Επίθετο[επεξεργασία]
αμπιγιέ άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπιγιέ
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμπιγιέ
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)