αμπόδεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπόδεμα ουδέτερο
- (λαογραφία) (παρωχημένο) μαγική ενέργεια ή πράξη, με την οποία επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ή αδύνατη η ερωτική συνεύρεση ή συνουσία δύο προσώπων
- (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) δυσκολία, δυσχέρεια, πρόβλημα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπόδεμα
|