αμπόδεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπόδεμα τα αμποδέματα
      γενική του αμποδέματος των αμποδεμάτων
    αιτιατική το αμπόδεμα τα αμποδέματα
     κλητική αμπόδεμα αμποδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπόδεμα < απόδεμα < αποδένω + -μα < αρχαία ελληνική ἀποδέω / ἀποδῶ < δέω / δῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμπόδεμα ουδέτερο

  1. (λαογραφία) (παρωχημένο) μαγική ενέργεια ή πράξη, με την οποία επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ή αδύνατη η ερωτική συνεύρεση ή συνουσία δύο προσώπων
  2. (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) δυσκολία, δυσχέρεια, πρόβλημα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]