αμυγδαλίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμυγδαλίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική amygdalite < amygdale < αρχαία ελληνική ἀμυγδαλῆ / -ίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμυγδαλίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή των αμυγδαλών μικροβιακής ή άλλης αιτιολογίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αμύγδαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμυγδαλίτιδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτιδα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)