αμυδρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμυδρά
- με μικρή ένταση, λίγο, όχι καθαρά
- ↪ Στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας φαίνεται αμυδρά η Παναγία των Παρισίων.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- θαμπά
- μόλις, μόλις που
- συγκεχυμένα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμυδρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αμυδρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμυδρό, ουδέτερο του αμυδρός