αμφίκυρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφίκυρτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αμφίκυρτος, -η,-ο
- που είναι κυρτός και από τις δύο πλευρές
αμφίκυρτος, -η,-ο