αμόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμόνι τα αμόνια
      γενική του αμονιού των αμονιών
    αιτιατική το αμόνι τα αμόνια
     κλητική αμόνι αμόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμόνι < μεσαιωνική ελληνική αμόνι(ν) < ελληνιστική κοινή ἀκμόνιον < αρχαία ελληνική ἄκμων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈmo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μό‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Αμόνι πάνω στη βάση του

αμόνι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]