ανάβλεμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνάβλεμμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάβλεμμα τα αναβλέμματα
      γενική του αναβλέμματος των αναβλεμμάτων
    αιτιατική το ανάβλεμμα τα αναβλέμματα
     κλητική ανάβλεμμα αναβλέμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάβλεμμα < αρχαία ελληνική ἀνάβλεμμα < ἀνά + βλέμμα < βλέπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανάβλεμμα ουδέτερο

  1. το βλέμμα, η ματιά
  2. κοίταγμα (προς τα επάνω ή προς τα πίσω)
  3. η εμφάνιση, η όψη
    ※  Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι· μα το ανάβλεμμά του έδειχνε πολλήν καλοσύνη.
    Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ακόμα;, 1904

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]