ανάγλυφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάγλυφος η ανάγλυφη το ανάγλυφο
      γενική του ανάγλυφου της ανάγλυφης του ανάγλυφου
    αιτιατική τον ανάγλυφο την ανάγλυφη το ανάγλυφο
     κλητική ανάγλυφε ανάγλυφη ανάγλυφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάγλυφοι οι ανάγλυφες τα ανάγλυφα
      γενική των ανάγλυφων των ανάγλυφων των ανάγλυφων
    αιτιατική τους ανάγλυφους τις ανάγλυφες τα ανάγλυφα
     κλητική ανάγλυφοι ανάγλυφες ανάγλυφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάγλυφος < (ελληνιστική κοινήἀνάγλυφος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανάγλυφος

  1. σκαλισμένος έτσι ώστε να εξέχει από την επιφάνεια
  2. (μτφ.) ο πολύ παραστατικός, ο έντονα απεικονιζόμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]