ανάλγητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάλγητα < επίθετο ανάλγητος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανάλγητα
- με ανάλγητο τρόπο, χωρίς την έγνοια για το άλγος, τον ψυχικό πόνο που προκαλεί σε άλλους, άπονα, σκληρά, δίχως ευαισθησία, ανελέητα, δίχως οίκτο, άκαρδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάλγητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανάλγητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάλγητο