ανάλεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάλεστος η ανάλεστη το ανάλεστο
      γενική του ανάλεστου της ανάλεστης του ανάλεστου
    αιτιατική τον ανάλεστο την ανάλεστη το ανάλεστο
     κλητική ανάλεστε ανάλεστη ανάλεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάλεστοι οι ανάλεστες τα ανάλεστα
      γενική των ανάλεστων των ανάλεστων των ανάλεστων
    αιτιατική τους ανάλεστους τις ανάλεστες τα ανάλεστα
     κλητική ανάλεστοι ανάλεστες ανάλεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάλεστος < αν- + αλέθω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανάλεστος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]