ανάμερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάμερα < ανάμερος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανάμερα
- απόμερα, απομονωμένα, ερημικά, σε τόπο όπου δεν συχνάζει κόσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάμερα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανάμερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάμερο