ανάμεσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάμεσα < μεσαιωνική ελληνική ἀνάμεσα < ἀνάμεσον < αρχαία ελληνική ἀνάμεσος < ἀνά + μέσος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανάμεσα
- μεταξύ χώρων ή πραγμάτων, στον ενδιάμεσο χώρο
- το τοπίο ανάμεσα στα δυο χωριά είναι μαγευτικό
- (μεταφορικά) μεταξύ προσώπων
- ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους υπάρχει τώρα ένα χάσμα
- στον ενδιάμεσο χρόνο
- ανάμεσα στα δύο γεύματα τσιμπήστε κάτι ελαφρό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάμεσα
|